υποχρυσος

υποχρυσος
    ὑπόχρυσος
    ὑπό-χρῡσος
    2
    1) снизу или внутри золотой Plat.
    2) раззолоченный, богатый
    

(νεανίσκος Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποχρυσος" в других словарях:

  • υπόχρυσος — η, ο / ὑπόχρυσος, ον, ΝΑ 1. επίχρυσος 2. αυτός που χρυσίζει αρχ. 1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.) 2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρυσός (πρβλ. ἐπί …   Dictionary of Greek

  • ὑπόχρυσος — ὑπόχρῡσος , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόχρυσος — η, ο 1. αυτός που χρυσίζει. 2. ο ανάμειχτος με χρυσό, ο επίχρυσος, ο επιχρυσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόχρυσον — ὑπόχρῡσον , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem acc sg ὑπόχρῡσον , ὑπόχρυσος containing a mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχρυσώ — όω, Α [ὑπόχρυσος] επιχρυσώνω …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • ὑποχρύσοις — ὑποχρύ̱σοις , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρύσους — ὑποχρύ̱σους , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem acc pl ὑ̱ποχρύσους , ὑποχρυσόω gild imperf ind act 2nd sg ὑποχρυσόω gild imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρύσων — ὑποχρύ̱σων , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem/neut gen pl ὑ̱ποχρύσων , ὑποχρυσόω gild imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑ̱ποχρύσων , ὑποχρυσόω gild imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑποχρυσόω gild imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχρύσῳ — ὑποχρύ̱σῳ , ὑπόχρυσος containing a mixture masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχρυσα — ὑπόχρῡσα , ὑπόχρυσος containing a mixture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»